- ειστελεω
- εἰστελέωεἰσ-τελέωзачислять, включать
(εἰς γένος τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰς γένος τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰστελεῖσθαι — εἰστελέω contribute pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰστελοῦνται — εἰστελέω contribute pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)